31 Μαρτίου 2011

"Η άδεια πόλη", του Νικόλα Κοντοζή


Το διήγημα που δημοσιεύουμε σήμερα είναι του μαθητή του σχολείου μας Νικόλα Κοντοζή.Με αυτό πήρε μέρος ο Νικόλας στον Δ΄ Παγκύπριο Μαθητικό Διαγωνισμό για τον Εθελοντισμό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, για τη φετινή σχολική χρονιά.Μπορεί να μην διακρίθηκε στο διαγωνισμό,όμως εμείς θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικό και γι΄αυτό αξίζουν συγχαρητήρια στον συγγραφέα του!
Σε επόμενη ανάρτησή μας θα δημοσιεύσουμε ποίημα της Μαρίνας Χατζηγιάννη(Β12) που διακρίθηκε με έπαινο.
*********
Η ΑΔΕΙΑ ΠΟΛΗ
Του Νικόλα Κοντοζή(Β2)
-    Καλησπέρα, ο κύριος Τζόνσον είναι μέσα;
-    Όχι, κάποιο λάθος θα κάνετε κυρία μου.
-    Μήπως ξέρετε ποιο είναι το διαμέρισμά του;
-    Εμ… Δεν είμαι σίγουρος, αλλά δοκιμάστε στο διπλανό, λέει ο Ευαγόρας κλείνοντας την πόρτα βιαστικά.
Στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα. Ένιωσε σαν μαθητής που τον πιάνει ο καθηγητής του αδιάβαστο. Ντράπηκε να παραδεχτεί ότι δε γνωρίζει τους γείτονες του κι εδώ που τα λέμε δεν είχε και άδικο. Είναι δυνατόν να μη γνωρίζει τα άτομα που μένουν δίπλα του;
Κι όμως είναι! Μπορεί να τους χωρίζει μόνο μια πόρτα, αλλά νιώθει ότι υψώνεται ανάμεσά τους ένα γιγάντιο τείχος που κρύβει κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Εκτός από την τυπική καλημέρα δεν έχουν μπει ποτέ στον κόπο να ανταλλάξουν μια κουβέντα, να συζητήσουν και να γνωριστούν μεταξύ τους. Ούτε καν να συστηθούν. Άλλωστε πού να βρουν ώρα για τέτοιες «σαχλαμάρες»; Ο χρόνος για αυτούς είναι πολύτιμος, μετριέται με χρήμα…
Τριγυρνά μόνος στο σπίτι, βυθίζεται στις σκέψεις του, κλείνει τον υπολογιστή του. Ψάχνει στη βιβλιοθήκη του το βιβλίο με τα κορυφαία ελληνικά ποιήματα που του χάρισε ο παππούς του όταν ήταν μικρός. Είναι σαν πολύτιμος θησαυρός αναμνήσεων γι’ αυτόν. Κάθε φορά που το ανοίγει ξεπροβάλλουν μέσα από τις σελίδες του η Ακρόπολη κι ο Παρθενώνας. Μέσα από τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας ζωντανεύει μπροστά του το μεγαλείο της πατρίδας του, που τόσο πολύ νοσταλγεί εδώ στην ξενιτιά. Ανοίγει τυχαία σε μια σελίδα κι αρχίζει να διαβάζει:
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.»
Πού είναι αυτός μέσα σ’ αυτόν τον απέραντο κόσμο, πού είναι ο άνθρωπος, η ψυχή του, τα θέλω του;
Ο νεαρός μας φίλος ζει την ανάπτυξη της τεχνολογίας, την εκμηδένιση των αποστάσεων, την έκρηξη των γνώσεων, την κυριαρχία του διαδικτύου, τον άκρατο καταναλωτισμό, το κυνήγι της επιτυχίας, τη συσσώρευση πανεπιστημιακών τίτλων, τον παραλογισμό του πολέμου, τις αντιφάσεις της σύγχρονης εποχής, τη θεοποίηση του χρήματος και την ισοπέδωση των αξιών. Συνειδητοποιεί ότι κινείται και ο ίδιος σ’ αυτούς τους ξέφρενους ρυθμούς. Είναι όμως μικρός, γι’ αυτό και φοβάται, συμβιβάζεται, πάει με τους πολλούς…
Ωστόσο εκείνο το απόγευμα μόνος στο δωμάτιό του ψάχνει μέσα του να βρει τα «παράθυρα». Θέλει να μπει το φως να φωτίσει το ανθρώπινο πρόσωπο της ζωής.
Άρχισε να σκοτεινιάζει και η βροχή κτυπούσε μονότονα στο παράθυρο. Κλείνει το βιβλίο του και ανοίγει την τηλεόραση. Κάνει τηλεοπτικό ζάπινγκ και αφηρημένα κοιτάζει τους λαμπερούς τηλεαστέρες, όπως πάντα όμορφοι, χαμογελαστοί, ψεύτικοι. Η εικονική πραγματικότητα παρελαύνει από μπροστά του! Ένας απροσδιόριστος θυμός τον κυριεύει. Κλείνει την τηλεόραση και ξαναβυθίζεται στις σκέψεις του.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, σκέφτεται, έχουν καταντήσει πιόνια στη σκακιέρα της ζωής. Τα δημιουργημένα από τους ίδιους υλικά πρότυπα, η ψευδαίσθηση της ευτυχίας τούς κατευθύνουν, αυτά καθορίζουν και τους κανόνες του παιχνιδιού. Η θεοποίηση του εγώ τους κάνει υπερφίαλους, ατομικιστές, οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται όλο και πιο απόμακρες, πιο ψυχρές και πιο παγωμένες. Αυτός ο κόσμος γίνεται μέρα με τη μέρα φτωχότερος σ’ ανθρώπινη επικοινωνία, αλληλοβοήθεια, αλληλοσεβασμό. Πού πήγε η αγάπη άραγε, σε ποιο ουρανοξύστη κρύβεται…
Ο Ευαγόρας ανοίγει και πάλι τον υπολογιστή του και κάθεται στην αναπαυτική καρέκλα του γραφείου κοιτάζοντας από το μεγάλο τζάμι του δωματίου του τους υπερφωτισμένους ουρανοξύστες. Είναι πραγματικά πολύ εντυπωσιακό το θέαμα! Χαζεύει την κίνηση στους δρόμους και τον κόσμο που πηγαινοέρχεται στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως «η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ»! Μένει και κοιτάζει σαν υπνωτισμένος. Νιώθει ότι ξεφεύγει για λίγο από τη μοναξιά του, την οποία άλλωστε έχει αρχίσει να συνηθίζει. Προσπαθεί να συμφιλιωθεί μαζί της από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Αναγκαστικά. Δεν ήταν επιλογή του να γεννηθεί σ’ αυτό τον κόσμο, άλλοι τον έφεραν στη ζωή και απλά του είπαν «μάθε να ζεις σ’ αυτό».
Οι γονείς του Ευαγόρα άφησαν πίσω τη χώρα τους και ήρθαν εδώ ως μετανάστες, θέλοντας να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους για μεγάλη καριέρα στον επιχειρηματικό τομέα. Και τα κατάφεραν! Η έντονη ανάγκη τους να πετύχουν τους στόχους τους και να πολλαπλασιάσουν τα χρήματά τους, πολλές φορές τους οδηγεί σε σημαντικές παραλείψεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην οικογένειά τους και το παιδί τους. Ο Ευαγόρας, λοιπόν, δε γνώρισε ποτέ του τι θα πει οικογενειακή θαλπωρή. Δε γύρισε ποτέ από το σχολείο και να τους βρει στο σπίτι. Μικρός όταν ήταν τον έπιανε το παράπονο, τώρα το συνήθισε, αν συνηθίζεται βέβαια το αίσθημα της απουσίας των αγαπημένων σου. Είναι ένα παράπονο που είχε, έχει και θα έχει για πάντα από τους γονείς του! Ίσως να είναι γεννημένοι επιχειρηματίες και πραγματικά τους βγάζει το καπέλο σ’ αυτό, αλλά σωστοί γονείς δεν είναι σε καμία περίπτωση.
Ο Ευαγόρας παρακολουθεί τη θέα από το παράθυρο του δωματίου του και χάνεται στις σκέψεις του, μέχρι που ένα μήνυμα έρχεται στον υπολογιστή. Ο χαρακτηριστικός ήχος διακόπτει τις σκέψεις του. Πρόκειται για ένα νέο αίτημα φιλίας. Το αποδέχεται. Κοιτάζει τον αριθμό των φίλων του. 854. Πόσοι απ’ αυτούς να είναι πραγματικοί άραγε, αναρωτιέται. Προσπαθεί να βρει την απάντηση, αλλά δυσκολεύεται.
Τα απογεύματά του είναι καθημερινά ολόιδια. Μόνος στο σπίτι με μοναδική του παρέα τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και την τηλεόραση. Κάθεται συνεχώς μπροστά από μια άψυχη οθόνη η οποία ξεδιπλώνει μπροστά του ένα θεσπέσιο ψηφιακό κόσμο, που όμως αδυνατεί να του προσφέρει συναισθήματα και καταστάσεις που θα μπορούσε να βιώσει στον πραγματικό κόσμο όπως η αληθινή φιλία.
Από την άλλη, η αληθινή φιλία είναι δυσεύρετη πλέον. Στην εποχή μας οι περισσότερες σχέσεις είναι ψεύτικες και πλασματικές, σχέσεις υστερόβουλες που αποσκοπούν σε κάποιο συμφέρον. Έτσι τους αληθινούς φίλους θα μπορούσαμε να τους παρομοιάσουμε με πολύτιμα διαμάντια. Σπάνιοι, αλλά ανεκτίμητης αξίας! Αν καταφέρεις να τους βρεις, τότε είσαι τυχερός.
Ο Ευαγόρας αισθάνεται πολύ τυχερός κι αυτό το οφείλει σε δυο άτομα μόνο. Δυο άτομα που αγαπά πολύ και τους έχει τυφλή εμπιστοσύνη κι αυτοί είναι ο κολλητός του ο Ρίτσαρντ και φυσικά η Έμιλυ.
Ο Ρίτσαρντ είναι το πρώτο άτομο που γνώρισε όταν πρωτοήρθε στη Νέα Υόρκη πριν δεκαπέντε χρόνια. Μέχρι πέρσι έμεναν στην ίδια πολυκατοικία και επίσης είναι εννέα χρόνια συμμαθητές και διπλανοί στο ίδιο θρανίο.
Η Έμιλυ είναι η κοπέλα του. Μια πανέμορφη καστανόξανθη αμερικανίδα με πράσινα μάτια. Έχουν σχέση εδώ και ένα χρόνο και πραγματικά περνούν υπέροχα.
Ο Ευαγόρας είναι πολύ ερωτευμένος και δεν την βγάζει στιγμή από το μυαλό του, αλλά τον τελευταίο καιρό κάτι τον προβληματίζει.
Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο του. Είναι η Έμιλυ.
-    Ω… Τι ευχάριστη έκπληξη! Πώς και μας θυμήθηκες;
-    Μα δεν σε ξέχασα. Σε σκεφτόμουν συνέχεια.
-    Αλήθεια; Κι εγώ το ίδιο!
-    Κοίτα, Ευαγόρα, για άλλο σε πήρα. Θα έχεις προσέξει κι εσύ ότι τον τελευταίο καιρό κάτι δεν πάει καλά στη σχέση μας.
-    Ναι, αυτό είναι σίγουρο, αλλά εμείς φταίμε γι’ αυτό.
-    Εγώ πάλι αισθάνομαι ότι η σχέση μας έχει κάνει τον κύκλο της.
-    Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά τώρα. Μήπως να σου θυμίσω ότι πριν μια εβδομάδα άλλα μου έλεγες, της λέει εκνευρισμένος.
-    Δεν το αρνούμαι, αλλά τελικά αποφάσισα ότι προτιμώ να μείνω μόνη μου.
-    Εντάξει τότε, όπως θέλεις, της λέει και κλείνει το τηλέφωνο.
Μαζί με το τηλέφωνο συνειδητοποιεί ότι κλείνει και ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής του, ίσως το φωτεινότερο! Ίσως πάλι και όχι…
Όλο το βράδυ ο Ευαγόρας δεν έκλεισε μάτι. Χιλιάδες σκέψεις και προβληματισμοί στριφογύριζαν στο μυαλό του σαν τυφώνας και δεν τον άφησαν να κοιμηθεί. Όλα του φαίνονται ανούσια πια. Μέσα του επικρατεί ένα χάος που τον καταρρακώνει.
Παρόλα αυτά, όπως κάθε πρωί, πάει στη στάση και παίρνει το λεωφορείο για το σχολείο. Δεν έχει πει σε κανένα για το χωρισμό. Δεν είχε διάθεση να το συζητήσει χθες. Σήμερα όμως έχει ανάγκη τη συμπαράσταση ενός καλού φίλου.
Όταν φτάνουν στο σχολείο, κατεβαίνει από το λεωφορείο και πάει στο μέρος όπου συναντιέται με την παρέα του. Τους χαιρετά όλους ένα-ένα. Παρόλο που η θλίψη και η μελαγχολία καθρεφτίζονται έντονα στο πρόσωπό του, κανείς δε δείχνει ενδιαφέρον. Τότε αντιλαμβάνεται ότι ο Ρίτσαρντ λείπει.
-    Ντάνιελ, μήπως είδες καθόλου τον Ρίτσαρντ ρε φίλε;
-    Ναι, ήταν μαζί μου στο λεωφορείο.
-    Μήπως ξέρεις που βρίσκεται τώρα;
-    Όχι, παράξενο και δεν έχει φανεί ακόμα, του λέει, ενώ κοιτάζει γύρω του.
-    Αυτό λέω κι εγώ.
Ο Ευαγόρας αποφασίζει να κάνει μια βόλτα μέσα στο σχολείο μπας και τον βρει πουθενά. Κοιτάζει παντού, δεξιά, αριστερά, αλλά τίποτα. Κατεβαίνει τις σκάλες, πάει στην κεντρική αυλή με τα ψηλά δέντρα, κοιτάζει στο βάθος και προς μεγάλη του έκπληξη αντικρίζει κάτι που γκρεμίζει και το τελευταίο ίχνος της ψυχικής δύναμης που του απέμεινε. Ο Ρίτσαρντ κάθεται στο παγκάκι αγκαλιά με την Έμιλυ!
Νιώθει ξαφνικά ένα πόνο στο στήθος σαν να του κάρφωσαν μαχαίρι. Ένα μαχαίρι το οποίο δολοφονεί εν ψυχρώ μια «αληθινή φιλία». Το μαχαίρι της προδοσίας! Χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του κι η οργή του είναι ανεξέλεγκτη σαν ηφαιστειακή λάβα την ώρα της έκρηξης.
Εκείνη την ώρα χτυπά το κουδούνι για να περάσουν στις τάξεις, αλλά ο Ευαγόρας μένει εκεί μόνος. Αισθάνεται μόνος! Η μοναξιά τον χτυπά πιο πολύ από ποτέ. Τον χτυπά αλύπητα! Τα μοναδικά άτομα με τα οποία νόμιζε ότι μπορεί να επικοινωνήσει πραγματικά αποδείχτηκαν ψεύτικα. Μάλλον η σχέση τους ήταν ραγισμένη από πάντα, αλλά τώρα, μόλις έσπασε.
«Είχα τυφλή εμπιστοσύνη και στους δύο, αλλά όπως φαίνεται εγώ ήμουν ο τυφλός τελικά», σκέφτεται ενώ χαμογελά μελαγχολικά.
Τώρα δεν έχει κανένα στον κόσμο. Στέκεται ολομόναχος στη μέση της άδειας αυλής του σχολείου. Είναι ολομόναχος μέσα σε μια πόλη άδεια. Μπορεί να είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες μεγαλουπόλεις του πλανήτη, μπορεί εκατομμύρια άνθρωποι να γεμίζουν τους τεράστιους ουρανοξύστες της, όμως είναι εντελώς άδεια! Άδεια από ψυχή. Άδεια από ζωή. Άδεια από συναίσθημα. Άδεια από Ανθρώπους. Γεμάτη από ανθρώπους δίχως ανθρωπιά. Γεμάτη από τρομακτικά ζόμπι παγιδευμένα στο Εγώ τους ή έρμαια των γρήγορων ρυθμών του σύγχρονου τρόπου ζωής. Τα ζόμπι όμως, δεν ξέρουν να επικοινωνούν. Μόνο ρουφάνε αίμα!
Ο Ευαγόρας φεύγει από το σχολείο κι αρχίζει να περιπλανιέται στους πολύβουους δρόμους της πόλης. Δεν ξέρει που πηγαίνει. Απλά περπατά με μοναδική του παρέα τη μοναξιά και την απογοήτευση.
Κατευθύνεται προς την καρδιά του Μανχάταν, την πολυσύχναστη πλατεία Times Square, γνωστή και ως «σταυροδρόμι του κόσμου». Ενώ την διασχίζει παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του. Έχουν όλοι την ίδια παγωμένη έκφραση αποτυπωμένη στο πρόσωπο. Είναι απίστευτο! Περπατάνε όλοι με τον ίδιο βιαστικό ρυθμό. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από αυτοκίνητα και κίτρινα ταξί που πηγαινοέρχονται. Τα πάντα σου δίνουν την αίσθηση ότι τρέχουν. Ο κόσμος μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, ενώ απ’ έξω υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καν παπούτσια να φορέσουν, δεν έχουν λίγο ψωμί να φάνε, δεν έχουν ένα σπίτι να μείνουν. Κανείς δε φαίνεται να συγκινείται όμως. Τους προσπερνούν όλοι σαν να είναι αόρατοι.
Οι καφετέριες και τα εστιατόρια είναι όλα γεμάτα. Βλέπει ζευγάρια που κάθονται μαζί, αλλά δεν ανταλλάζουν κουβέντα. Βλέπει παρέες που φαινομενικά διασκεδάζουν. Είναι πραγματικά πολύ τραγικό! Ο παραλογισμός της άδειας πόλης του τρυπά την καρδιά.
Μετά από αρκετό περπάτημα φτάνει στο Central Park, το οποίο είναι μια όαση πράσινου και ηρεμίας μέσα στο μουντό περιβάλλον αυτής της πολύβουης πόλης των αμέτρητων αντιθέσεων και αντιφάσεων.
«Ένας παράδεισος ικανός να σε κάνει να ξεχάσεις όλα τα προβλήματά σου», σκέφτεται περπατώντας στα μονοπατάκια του πάρκου κι ακούγοντας το τραγουδιστό κελάηδημα των πουλιών. Κάθεται σ’ ένα παγκάκι δίπλα στη λίμνη κι απολαμβάνει τη φύση κάτω από τον ίσκιο των καταπράσινων δέντρων. Είναι υπέροχο συναίσθημα! Αρχίζει ήδη να νιώθει καλύτερα.
-    Γεια σου νεαρέ. Τι έχεις; τον ρωτά ένας ηλικιωμένος κύριος που κάθεται δίπλα του και διαβάζει εφημερίδα.
-    Τίποτα, απαντά ο Ευαγόρας.
-    Πώς τίποτα; Αφού βλέπω τη θλίψη στα μάτια σου.
-    Αλήθεια; τον ρωτά γεμάτος έκπληξη.
-    Ναι, έμαθα τους ανθρώπους πια. Τους διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο.
-    Μου κάνει εντύπωση πάντως γιατί ούτε καν οι φίλοι μου δεν το είχαν προσέξει.
-    Σε καταλαβαίνω. Σήμερα οι άνθρωποι δε βλέπουν. Αφήνουν τον εαυτό τους να τυφλώνεται από άλλα πράγματα και τους χαρακτηρίζει μια επιλεκτική όραση. Ασχολούνται μόνο με όσα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, αν και πολλές φορές δε μπορούν να επικοινωνήσουν ούτε μ’ αυτόν. Κι ενώ ζούμε σε μια εποχή που διαθέτουμε αμέτρητα μέσα για να επικοινωνήσουμε με τους συνανθρώπους μας, δυσκολευόμαστε περισσότερο από ποτέ. Εμένα μ’ αρέσει να επικοινωνώ με τους γύρω μου, όμως φοβάμαι τις σχέσεις με τους ανθρώπους γιατί έχω πληγωθεί αρκετές φορές στη ζωή μου. Κι η μοναξιά με πληγώνει βέβαια, αλλά όχι τόσο! Μη ξοδεύοντας πολλά σε ψεύτικες ελπίδες και προσδοκίες τουλάχιστον ξέρω ότι ποτέ δε θα χρεοκοπήσω!
-    Έχετε απόλυτο δίκιο. Θα έχουν δει πολλά τα μάτια σας, λέει ο Ευαγόρας εντυπωσιασμένος.
-    Ναι, θα μπορούσα να σου μιλώ για ώρες, αλλά δυστυχώς πρέπει να φύγω. Να προσέχεις!
-    Ευχαριστώ, να είστε καλά.
-    Και μη στενοχωριέσαι. Να θυμάσαι πάντα ότι με κάθε ανατολή του ήλιου μια καινούργια μέρα ξεκινά και μια καλή ευκαιρία για μια νέα αρχή ξεπροβάλλει μπροστά σου και σου χαμογελά προκλητικά. Κάποια στιγμή, φυσικά, ο ήλιος θα δύσει κι αν εσύ μέχρι τότε δεν έχεις καταφέρει ακόμα να πετύχεις τους στόχους σου μην ανησυχείς! Έχεις γίνει σοφότερος για μια μέρα και συνεπώς πιο έτοιμος να αντιμετωπίσεις την επόμενη. Κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις! Κοίταξε γύρω σου τι ομορφιά! Ψάξε το κλειδί να βγεις από τη μοναξιά.
-    Πώς;
-    Γίνε γενναιόδωρος στο διπλανό σου. Γίνε εθελοντής, υπάρχει ωραιότερο πράγμα να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου αφιλοκερδώς; Θα νιώσεις πλήρης και πίστεψέ με αυτό που θα πάρεις θα είναι ανεκτίμητο. Θα είναι ο θησαυρός σου. Γίνε ενεργό μέλος της ενορίας σου, της πόλης σου, αφού κάθε προσπάθεια σου να συμπαρασταθείς και να βοηθήσεις τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες σου θα σε γεμίσει χαρά. Κάνε μια επίσκεψη στο ορφανοτροφείο και δώσε απλόχερα την αγάπη σου, πήγαινε στο νοσοκομείο και κράτα το χέρι του αρρώστου που φοβάται, βοήθα τη γιαγιά να διασταυρώσει το δρόμο. Μην κλείνεσαι στο δωμάτιό σου, βγες έξω και κάνε παρέες, πήγαινε στο γυμναστήριο, σε συναυλίες, στο θέατρο. Δώσε στην ψυχή σου τροφή πνευματική. Εξανθρώπισε τον εαυτό σου και τότε πίστεψε με όλα θα τα βλέπεις διαφορετικά.
-    Μακάρι, λέει ο Ευαγόρας αναστενάζοντας.
-    Τα λέμε μικρέ, του λέει ο ηλικιωμένος κύριος φεύγοντας.
Οι συμβουλές αυτές τον έκαναν να νιώσει κάπως καλύτερα, αλλά δε θέλει να πάει σπίτι από τώρα. Δεν αντέχει να αντικρίσει πάλι αυτό το άδειο και σκοτεινό διαμέρισμα του 25ου ορόφου. Έτσι παίρνει το τρένο και πάει στην παραλία.
Ανεβαίνει πάνω σε ένα ψηλό βράχο και κάθεται εκεί να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει. Από κάτω απλώνεται το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Τα κύματα χτυπάνε στο βράχο με δύναμη. Κοιτάζει τα καράβια που αχνοφαίνονται στον μπλε ορίζοντα και τους γλάρους που πετούν στον καταγάλανο ουρανό γύρω από το περίφημο άγαλμα της ελευθερίας. Στέκεται εκεί, μόνο του κι αυτό, και παρακολουθεί τους ανθρώπους από μακριά. Δε χαμογελάει. Μονάχα περιμένει ελπίζοντας ότι κάποια μέρα ο πυρσός που κρατάει στο δεξί χέρι θα φωτίσει τους ανθρώπους.
Ξαφνικά ένα ζωηρό δελφίνι ξεπετάγεται μπροστά του κι αρχίζει να κάνει βουτιές. Να κι άλλο ένα! Κι άλλο ένα! Τα μετρά. Ένα, δύο, τρία. Είναι τρία υπέροχα δελφίνια που χορεύουν μπροστά του σαν να θέλουν κάτι να του πουν. Ίσως να του λένε ότι δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέται κι ότι η ζωή συνεχίζεται. Τα ρωτά τι θέλουν. Δεν περιμένει απάντηση βέβαια. Το ξέρει ότι δε μπορούν να μιλήσουν. Παρόλα αυτά, τους μιλά. Τους λέει για όλα όσα βαραίνουν την ψυχή του. Έχει ανάγκη να τα πει σε κάποιον, έχει ανάγκη για επικοινωνία! Τουλάχιστον αυτά τον ακούνε…
Μετά από λίγα λεπτά χάνονται μέσα στην απέραντη θάλασσα. Τότε ο Ευαγόρας σηκώνεται και ψάχνει να τα βρει. Κοιτάζει μακριά και προσπαθεί να τα εντοπίσει. Για κακή του τύχη όμως, το πόδι του μπλέκεται σε ένα κλαδί, παραπατά και πέφτει από το βράχο. Προσπαθεί να κρατηθεί από ένα μικρό εξόγκωμα του βράχου, όμως γλιστρά και βρίσκεται μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Το βάθος της θάλασσας σ’ εκείνο το σημείο είναι αρκετά μεγάλο και τα νερά καθόλου ήρεμα.
Ο Ευαγόρας δυστυχώς δεν ξέρει καθόλου κολύμπι. Αρχίζει να φωνάζει βοήθεια αλλά δεν τον ακούει κανένας. Φωνάζει ακόμα πιο δυνατά. Φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Τίποτα! Μετά από λίγο αρχίζει να χάνει τις αισθήσεις του και αμέσως μετά βγάζει μια σπαρακτική κραυγή και το μόνο που βλέπει μπροστά του είναι ένα αχανές σκοτάδι.
Σιγά-σιγά το σκοτάδι διαλύεται. Ένα δυνατό φως τον πλημμυρίζει και βλέπει ξανά τα δελφίνια του. Τον πλησιάζουν και χορεύουν δίπλα του χαρούμενα. Τότε ακούει μια φωνή να ψιθυρίζει το όνομά του, δε βλέπει κανένα, μόνο τα δελφίνια είναι εκεί…
-    Ευαγόρα, ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ, να σου μιλώ, να σε φωνάζω με τ’ όνομά σου. Άλλοτε μέσα στη σιωπή και στη μοναξιά, άλλοτε μέσα στο πλήθος. Να που και τώρα έρχομαι σε σένα. Θέλω να σου μιλήσω ξανά, μυστικά, εμπιστευτικά στην καρδιά. Παιδί μου, ξύπνα απ’ αυτό τον ύπνο και από τα κακά όνειρα. Διώξε από πάνω σου τις αποτυχίες, τις πτώσεις, τη σκουριά. Πίσω από το βλέμμα που δεν είναι πια καθαρό, πίσω από τις ενοχές, τη σκληρότητα, τη φιλαργυρία της καρδιάς, πίσω από τις αμαρτίες, τις παραβάσεις, τις ελλείψεις, εγώ βλέπω εσένα και όλους τους ανθρώπους και σ’ αγαπώ. Θέλεις να γίνεις άλλος από εκείνον που σου έμαθαν να είσαι;
-    Ποιος είσαι, ποια είσαι, ψέλλισε ο Ευαγόρας.
-    Είμαι η Αγάπη που δίνεται χωρίς ποτέ να εξαντλείται, που δεν έχει σύνορα, που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, είμαι η γενναιοδωρία που δε γνωρίζει κανένα μέτρο, είμαι η φιλανθρωπία. Αυτή η αγάπη θα γκρεμίσει τα τείχη της ισχυρής πόλης που σ’ εμποδίζουν να πλησιάσεις τους ανθρώπους της, να επικοινωνήσεις μαζί τους, να συνεργαστείς, να ονειρευτείς. Πρέπει όμως να κάνεις το γύρο του τείχους πολλές φορές με υπομονή χωρίς να φοβάσαι τις πέτρες που ρίχνονται από μέσα. Ίσως φτάσεις στο τέλος της ζωής σου χωρίς να δεις το τείχος να γκρεμίζεται, ωστόσο όμως θα έχεις γκρεμίσει τα δικά σου τείχη, θα έχεις νικήσει τον ίδιο σου τον εαυτό, τον εγωισμό σου, τις ολέθριες σκέψεις και πράξεις σου. Είμαι η Ελπίδα που οδηγεί στην ελευθερία και το φως. Προχώρα με τη νεανική, ανοιξιάτικη σου ελπίδα και φτάσε στην κορυφή της. Από εκεί θα δεις τον ήλιο της Αγάπης, το φως της θα φωτίσει για σένα ένα άλλο δρόμο. Άνοιξε τις πόρτες της καρδιάς σου και άναψε τη φωτιά να ζεσταθεί ο φτωχός, ο ορφανός, ο πονεμένος, αυτός που έχασε το δρόμο του. Κλείσε τ’ αυτιά σου στις κατηγορίες, κλείσε τα μάτια στις αδυναμίες του συνανθρώπου σου. Γίνε το άστρο που έχει πάντα σταθερή πορεία και σκορπίζει το φως του παντού. Θα υπάρξουν αρκετά εμπόδια, αρκετές πτώσεις αλλά αυτό που μετρά είναι η θέληση, ο αγώνας, το ταξίδι, η χαρά μιας ηθικής ζωής.
Ο Ευαγόρας κοιτάζει προς το φως, η φωνή σβήνει, απομακρύνεται, σχεδόν δεν ακούγεται.
-    Ποιος είσαι, ποια είσαι;
-    Είμαι η Αγάπη, ο Κύριός σου. Θέλεις να μπεις στη ζωή της Αγάπης;
Ο Ευαγόρας ανοίγει τα μάτια του. Το φως του ήλιου τον τυφλώνει. Βρίσκεται ξαπλωμένος στην παραλία. Ναι, είναι ακόμα ζωντανός!
Δε θυμάται πως ακριβώς έπεσε στη θάλασσα, το μόνο που θυμάται είναι το φως, εκείνη τη φωνή και τα τρία δελφίνια του που τον κουβάλησαν έξω από τη θάλασσα! Τον έσωσαν από τα μανιακά κύματα που κόντεψαν να του αρπάξουν τη ζωή. Το παράξενο είναι ότι τα άκουσε να του μιλάνε κιόλας. Ακούει ακόμη τη φωνή. Τον συμβούλεψαν να αναζητήσει την επικοινωνία από ψηλά κι όταν καταφέρει να επικοινωνήσει με τον ουράνιο Βασιλιά, τότε θα μπορέσει να επικοινωνήσει και με τους υπηκόους Tου.
Ο Ευαγόρας σηκώνεται συγκινημένος και φεύγει αμέσως για την πιο κοντινή εκκλησία να ευχαριστήσει τα θεία Δελφίνια του.
Ήταν μια εμπειρία που του προσέδωσε απίστευτη δύναμη και του χάρισε το κλειδί της επικοινωνίας που αναζητούσε παντού εκτός από το σωστό μέρος. Του χάραξε το δρόμο για την αληθινή επικοινωνία!
Τώρα πια δεν είναι μόνος στην «άδεια πόλη»…

3 σχόλια:

ΛΑΦ-Γ2 είπε...

Μπράβο Νικόλα!Εξαιρετικό δείγμα γραφής.Συνέχισε να γράφεις...

Νηφάλια Μέθη είπε...

Συγχαρητηρια!

Ανώνυμος είπε...

"Είμαι η Ελπίδα που οδηγεί στην ελευθερία και το φως. Προχώρα με τη νεανική, ανοιξιάτικη σου ελπίδα και φτάσε στην κορυφή της. Από εκεί θα δεις τον ήλιο της Αγάπης, το φως της θα φωτίσει για σένα ένα άλλο δρόμο. Άνοιξε τις πόρτες της καρδιάς σου και άναψε τη φωτιά να ζεσταθεί ο φτωχός, ο ορφανός, ο πονεμένος, αυτός που έχασε το δρόμο του"...
Μόνο έπαινοι σου αξίζουν Νικόλα!Μακάρι να σκέφτόμασταν όλοι έτσι.

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails